Στις 9 Φεβρουαρίου 1857, περνάει στην Αιωνιότητα ο Εθνικός μας Ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, γεννημένος στις 8 Απριλίου του 1878!
Ο Διονύσιος Σολωμός
κατέκτησε εξαρχής σημαντική θέση στους φιλολογικούς κύκλους της
Ζακύνθου!
Παρακολούθησε και συγκλονίστηκε από την Επανάσταση του 1821 και τον Αγώνα των Ελλήνων για Πατρίδα και Ελευθερία από τους αδαείς, απαίδευτους κι αμόρφωτους τούρκους!
Ως αποτέλεσμα του θαυμασμού του για αυτόν τον αγώνα συνέγραψε πολλά
ποιήματα, μεταξύ των οποίων και τον Ύμνο εις την Ελευθερία, που του
χάρισε τον χαρακτηρισμό «Εθνικός Ποιητής» και την φήμη που τον
ακολουθούσε μέχρι τον θάνατό του!
Έτσι εμείς τον έχουμε πάντα στην καρδιά μας και τον μνημονεύουμε ακούγοντας και τραγουδώντας τον Εθνικό μας Ύμνο, σε κάθε περίσταση!
1. Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη!
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη!
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
“έλα πάλι”, να σου πεί!
“έλα πάλι”, να σου πεί!
4. Άργειε νά΄λθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά ΄σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά!
γιατί τά ΄σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά!
Ακόμη ένα σπουδαίο έργο-ποίημά του είναι οι ¨Ελεύθεροι Πολιορκημένοι¨ του οποίου παραθέτω απόσπασμα παρακάτω!
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
κι ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο, τί χάρ᾿ ἔχουν τὰ μάτια,
τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ᾿ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,
ποὺ ξάφνου σοῦ τριγύρισε τ᾿ ἀθάνατα ποδάρια
(κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα·
ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη πὤχει,
ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ῾ναι κρυμμένα!
ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ῾ναι κρυμμένα!